ὀκριάομαι: Difference between revisions

From LSJ

Βέλτιόν ἐστι σῶμά γ' ἢ ψυχὴν νοσεῖν → It is better to be sick in respect to the body than in respect to the soul → Deterior animi morbus es quam corporis → Am Körper krank zu sein ist besser als an der Seel'

Menander, Monostichoi, 75
(6_20)
(5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀκριάομαι''': Παθ., ([[ὄκρις]]) [[γίνομαι]] τραχὺς ἢ [[πλήρης]] ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν [[ἄκρα]] πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ [[κυρίως]] ὁ τραχὺς [[λίθος]]» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, [[πλήρης]] ὀργῆς, Λυκόφρ. 545.
|lstext='''ὀκριάομαι''': Παθ., ([[ὄκρις]]) [[γίνομαι]] τραχὺς ἢ [[πλήρης]] ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν [[ἄκρα]] πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ [[κυρίως]] ὁ τραχὺς [[λίθος]]» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, [[πλήρης]] ὀργῆς, Λυκόφρ. 545.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀκριάομαι:''' Παθ. ([[ὄκρις]]), [[γίνομαι]] [[τραχύς]] ή [[γεμάτος]] προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, [[πανθυμαδὸν]] [[ὀκριόωντο]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 00:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀκρῐάομαι Medium diacritics: ὀκριάομαι Low diacritics: οκριάομαι Capitals: ΟΚΡΙΑΟΜΑΙ
Transliteration A: okriáomai Transliteration B: okriaomai Transliteration C: okriaomai Beta Code: o)kria/omai

English (LSJ)

Pass., (ὄκρις)

   A to be made rough or jagged : metaph., πανθυμαδὸν ὀκριόωντο they grew furiously angry with each other, Od.18.33 ; ὠκριωμένος enraged, Lyc.545.

Greek (Liddell-Scott)

ὀκριάομαι: Παθ., (ὄκρις) γίνομαι τραχὺς ἢ πλήρης ἐξοχῶν· μεταφ., ὡς τὸ τραχύνομαι, Λατ. exasperari, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, «ἐτραχύνοντο, ὠργίζοντο, μεταφορικῶς ἀπὸ τῶν ἄκρα πολλὰ ἐχόντων λίθων· ὀκριὸς γὰρ κυρίως ὁ τραχὺς λίθος» (Ἡσυχ.), Ὀδ. Σ. 33· ὠκριωμένος, πλήρης ὀργῆς, Λυκόφρ. 545.

Greek Monotonic

ὀκριάομαι: Παθ. (ὄκρις), γίνομαι τραχύς ή γεμάτος προεξοχές· μεταφ., εξαγριώνομαι, εξοργίζομαι, πανθυμαδὸν ὀκριόωντο, σε Ομήρ. Οδ.