ξενοσύνη: Difference between revisions
From LSJ
(27) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ξενοσύνη]], ιων. και επικ. τ. [[ξεινοσύνη]], ἡ (Α) [[ξένος]]<br />η [[μεταξύ]] ξένων [[φιλία]]. | |mltxt=[[ξενοσύνη]], ιων. και επικ. τ. [[ξεινοσύνη]], ἡ (Α) [[ξένος]]<br />η [[μεταξύ]] ξένων [[φιλία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ξενοσύνη:''' ἡ, Ιων. ξειν-, [[φιλοξενία]], σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
Ep. ξειν-, ἡ,
A hospitality, Od.21.35.
German (Pape)
[Seite 278] ἡ, ion. u. ep. ξεινοσύνη, ἡ, Gastfreundschaft, Od. 21, 35.
Greek (Liddell-Scott)
ξενοσύνη: Ἰων. καὶ Ἐπικ. ξεινοσύνη, ἡ, ξενία, φιλοξενία, ξεινοσύνης προσκηδέος Ὀδ. Φ. 35.
Greek Monolingual
ξενοσύνη, ιων. και επικ. τ. ξεινοσύνη, ἡ (Α) ξένος
η μεταξύ ξένων φιλία.
Greek Monotonic
ξενοσύνη: ἡ, Ιων. ξειν-, φιλοξενία, σε Ομήρ. Οδ.