ὀρνιθικός: Difference between revisions
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
(29) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρνιθικός]], -ή, -όν (Α) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά. | |mltxt=[[ὀρνιθικός]], -ή, -όν (Α) [[όρνις</i>, -<i>ιθος]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρνῑθικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:40, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for birds, τροφή Luc.Gall.5.
German (Pape)
[Seite 383] den Vögeln eigen (?).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρνῑθικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πτηνά, τροφὴ Λουκ. Ὄνειρος ἢ Ἀλεκτρ. 5.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
propre aux oiseaux, qui convient aux oiseaux.
Étymologie: ὄρνις.
Greek Monolingual
ὀρνιθικός, -ή, -όν (Α) [[όρνις, -ιθος]]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα πτηνά.
Greek Monotonic
ὀρνῑθικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στα πουλιά, σε Λουκ.