ὀρφανεύω: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
(29)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και αρφανεύω (Α [[ορφανεύω]]) [[ορφανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[ορφανός]], [[χάνω]] τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου<br /><b>2.</b> [[χάνω]] πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]] ορφανά [[παιδιά]], [[ανατρέφω]] ή [[επιτροπεύω]] ορφανά<br /><b>2.</b> <b>μσν.</b> <i>ορφανεύομαι</i><br />[[είμαι]] [[ορφανός]].
|mltxt=και αρφανεύω (Α [[ορφανεύω]]) [[ορφανός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μένω]] [[ορφανός]], [[χάνω]] τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου<br /><b>2.</b> [[χάνω]] πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φροντίζω]] ορφανά [[παιδιά]], [[ανατρέφω]] ή [[επιτροπεύω]] ορφανά<br /><b>2.</b> <b>μσν.</b> <i>ορφανεύομαι</i><br />[[είμαι]] [[ορφανός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὀρφᾰνεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[φροντίζω]], [[ανατρέφω]] ορφανά, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., είμαι [[ορφανός]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:44, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρφᾰνεύω Medium diacritics: ὀρφανεύω Low diacritics: ορφανεύω Capitals: ΟΡΦΑΝΕΥΩ
Transliteration A: orphaneúō Transliteration B: orphaneuō Transliteration C: orfaneyo Beta Code: o)rfaneu/w

English (LSJ)

   A take care of, rear orphans, τέκνα, παῖδας, Id.Alc.165, 297:—Pass., c. fut. Med., to be an orphan, ib.535, Hipp.847, Supp.1132.

German (Pape)

[Seite 388] Waisen pflegen, erziehen, παῖδας ὠρφάνευες, Eur. Alc. 298; im med. = eine Waise sein, Hipp. 847 Alc. 538.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρφᾰνεύω: φροντίζω περὶ ὀρφανῶν, ἀνατρέφω ὀρφανά, παῖδας, τέκνα Εὐρ. Ἄλκ. 165, 297. ― Παθ., μετὰ μέσ. μέλλ., = ὀρφανός εἰμι, εἶμαι ὀρφανός, αὐτόθι 535, Ἱππ. 847, Ἱκ. 1132· πρβλ. παρθενεύομαι.

French (Bailly abrégé)

élever un orphelin ou des orphelins ; Pass. être élevé comme orphelin, être orphelin.
Étymologie: ὀρφανός.

Greek Monolingual

και αρφανεύω (Α ορφανεύω) ορφανός
νεοελλ.
1. μένω ορφανός, χάνω τον ένα ή και τους δύο γονείς μου λόγω θανάτου
2. χάνω πολύτιμο φίλο ή προστάτη («να μάθουν πώς ὀρφανέψαμε από τους άρχοντάς μας», Πολίτ.)
αρχ.
1. φροντίζω ορφανά παιδιά, ανατρέφω ή επιτροπεύω ορφανά
2. μσν. ορφανεύομαι
είμαι ορφανός.

Greek Monotonic

ὀρφᾰνεύω: μέλ. -σω, φροντίζω, ανατρέφω ορφανά, σε Ευρ. — Παθ. με Μέσ. μέλ., είμαι ορφανός, στο ίδ.