παλίρροπος: Difference between revisions
From LSJ
(30) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[παλίρροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που κλίνει ή κάμπτεται [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοπή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥέπω]])]. | |mltxt=[[παλίρροπος]], -ον (Α)<br />αυτός που κλίνει ή κάμπτεται [[προς]] τα [[πίσω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πάλιν]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ροπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥοπή]] <span style="color: red;"><</span> [[ῥέπω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾰλίρροπος:''' -ον ([[ῥέπω]]), αυτός που ρέπει προς τα [[πίσω]], παλίρροπον [[γόνυ]], [[γόνατο]] που λυγίζει από το [[βάρος]] του σώματος, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A toltering, bent, π. γόνυ (of an old man) ib.492.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλίρροπος: -ον, πάλιν ῥέπων, κεκαμμένος, παλίρροπον γόνυ, κάμπτον ἐκ τοῦ βάρους τοῦ σώματος, κλονούμενον, Εὐρ. Ἠλ. 492.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se recourbe.
Étymologie: πάλιν, ῥέπω.
Greek Monolingual
παλίρροπος, -ον (Α)
αυτός που κλίνει ή κάμπτεται προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -ροπος (< ῥοπή < ῥέπω)].
Greek Monotonic
πᾰλίρροπος: -ον (ῥέπω), αυτός που ρέπει προς τα πίσω, παλίρροπον γόνυ, γόνατο που λυγίζει από το βάρος του σώματος, σε Ευρ.