πανός: Difference between revisions
From LSJ
Ἡ φύσις ἑκάστῳ τοῦ γένους ἐστὶν πατρίς → Natura generi cuique tamquam patria est → Die Heimat seiner Art ist jedem die Natur
(30) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Αθήν.</b>) «[[πανός]], [[ἄρτος]]. Μεσσάπιοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. <i>panis</i> «[[άρτος]]»].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[φανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το [[φανός]]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ὁ, Α<br />([[κατά]] τον <b>Αθήν.</b>) «[[πανός]], [[ἄρτος]]. Μεσσάπιοι».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. <i>panis</i> «[[άρτος]]»].———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α<br />ο [[φανός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η [[σύνδεση]] της λ. με το [[φανός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πᾱνός:''' ὁ, [[δάδα]], = [[φανός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:52, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, Messapian for ἄρτος, Ath.3.111c.
πᾱνός, ὁ,
A torch, v. φανός.
German (Pape)
[Seite 461] ὁ (panis), = ἄρτος, bei den Messapiern, Ath. III, 111 c. ὁ, = φανός, Fackel; Aesch. Ag. 275; πυρίφλεκτος, Eur. Ion 195.
Greek (Liddell-Scott)
πανός: ὁ, «πανός, ἄρτος, Μεσσάπιοι, καὶ τὴν πλησμονὴν πανίαν, καὶ πάνια τὰ πλήσμια» Ἀθήν. 111C· πρβλ. τὸ Λατ. panis.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
flambeau, torche.
Étymologie: cf. φανός.
Greek Monolingual
(I)
ὁ, Α
(κατά τον Αθήν.) «πανός, ἄρτος. Μεσσάπιοι».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. του Τάραντος και συνδέεται με το λατ. panis «άρτος»].———————— (II)
ὁ, Α
ο φανός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση της λ. με το φανός.