περιτοξεύω: Difference between revisions
From LSJ
οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship
(32) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτοξεύω]] βέλη από όλες τις διευθύνσεις<br /><b>2.</b> [[υπερακοντίζω]]. | |mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[εκτοξεύω]] βέλη από όλες τις διευθύνσεις<br /><b>2.</b> [[υπερακοντίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''περιτοξεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[υπερακοντίζω]], [[ξεπερνώ]] στη [[σκοποβολή]], <i>τινά</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A overshoot, outshoot, τινα Ar.Ach.712 (nisi leg. ὑπερ-). II shoot to death with arrows, App.Num.3(ip.324 M.) :— Pass., -τοξευθεὶς ὑπὸ τῶν βαρβάρων Aristid.1.125 J.
German (Pape)
[Seite 597] ringsum mit Pfeilen schießen, = ὑπερτοξεύω, ringsum niederschießen, dadurch überwältigen; Ar. Ach. 677; Plut.
Greek (Liddell-Scott)
περιτοξεύω: ὑπερτοξεύω, ὑπερβαίνω εἰς τοξείαν, τινὰ Ἀριστοφ. Ἀχ. 712.
French (Bailly abrégé)
percer de traits lancés de toutes parts.
Étymologie: περί, τοξεύω.
Greek Monolingual
Α
1. εκτοξεύω βέλη από όλες τις διευθύνσεις
2. υπερακοντίζω.
Greek Monotonic
περιτοξεύω: μέλ. -σω, υπερακοντίζω, ξεπερνώ στη σκοποβολή, τινά, σε Αριστοφ.