παρέκχυσις: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
(31) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ [[παρεκχέω]]<br /><b>1.</b> (για ποτάμια) [[εκχείλιση]], [[πλημμύρα]]<br /><b>2.</b> (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για χυμούς) [[έκχυση]]. | |mltxt=-εως, ἡ, ΜΑ [[παρεκχέω]]<br /><b>1.</b> (για ποτάμια) [[εκχείλιση]], [[πλημμύρα]]<br /><b>2.</b> (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br />(για χυμούς) [[έκχυση]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''παρέκχῠσις:''' ἡ, [[εκχείλιση]], λέγεται για ποτάμια, σε Στράβ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:04, 31 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A overflowing, of rivers, Plb.34.10.4, Str.3.5.7, etc. 2 effusion, αἵματος Gal.19.124 ; of humours, Cass.Fel.76 ; = ὕδερος, Cael.Aur.TP3.8.
German (Pape)
[Seite 514] ἡ, das Ausgießen, bes. Austreten eines Flusses; Pol. bei Ath. VIII, 332 a; Strab. 3, 5, 7 u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
παρέκχῠσις: ἡ, ἐκχείλισις, ἐπὶ ποταμῶν, Πολύβ. 34. 10, 4, Στράβ. 173, κτλ.· ἔκχυσις ἢ ἐξόρμησις ὑγρῶν, αἱ παρεκχύσεις τοῦ αἵματος, ἃς δὴ καὶ ἐκχυμώσεις ὀνομάζει Γαλην. τ. 19. σ. 124, 6.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 débordement d’un fleuve;
2 épanchement d’humeurs.
Étymologie: παρεκχέω.
Greek Monolingual
-εως, ἡ, ΜΑ παρεκχέω
1. (για ποτάμια) εκχείλιση, πλημμύρα
2. (για υγρά) διαπίδηση («αἱ παρεκχύσεις τοῡ αἵματος», Γαλ.)
αρχ.
(για χυμούς) έκχυση.
Greek Monotonic
παρέκχῠσις: ἡ, εκχείλιση, λέγεται για ποτάμια, σε Στράβ.