Πιερίδες: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
(32)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=αἱ, Α [[Πιερία]]<br />[[προσωνυμία]] τών Μουσών, [[επειδή]] είχαν ως [[κατοικία]] την [[Πιερία]] («Μοῡσαι [[Πιερίδες]]», <b>Ησίοδ.</b>).
|mltxt=αἱ, Α [[Πιερία]]<br />[[προσωνυμία]] τών Μουσών, [[επειδή]] είχαν ως [[κατοικία]] την [[Πιερία]] («Μοῡσαι [[Πιερίδες]]», <b>Ησίοδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πῑερίδες:''' αἱ, οι [[Πιερίδες]], όνομα των Μουσών, [[επειδή]] περιφέρονταν στην [[Πιερία]], σε Ησίοδ., Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 01:04, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Πῑερίδες: -αἱ, ὄνομα τῶν Μουσῶν ὡς οἰκουσῶν τὴν Πιερίαν, χώραν τῆς βορείου Θεσσαλίας (πρβλ. Ἱστορ. τῆς Ἑλλ. Φιλολ. Μυλλέρου, μεταφρ. Κυπριαν. σ. 35), Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 206, Πινδ. Ο. 10 (11), 117, Π. 1. 27, κτλ. ― Ἡ χώρα καλεῖται Πιερία πρῶτον ἐν Ἰλ. Ξ. 226, Ὀδ. Ε. 50, Ἡσ. Θεογ. 53· καὶ ἐπίρρ. Πιερίηθεν, ἐκ τῆς Πιερίας, ἐν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ., Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 85· ― Ἐπίθ. Πιερικός, ή, όν, Ἡρόδ. 4. 195, κτλ.

English (Slater)

Πῑερῐδες (-ίδες, -ίδων.)
   1 of Pieria epith. of the Muses. κόραι Πιερίδες Διός (O. 10.96) pro subs., ἀτύζονται βοὰν Πιερίδων ἀίοντα (P. 1.14) ἐν μυχοῖσι Πιερίδων (P. 6.49) τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων τετράορον (P. 10.65) Πιερίδων ἀρόταις δυνατοὶ παρέχειν πολὺν ὕμνον ἀγερώχων ἐργμάτων ἕνεκεν (N. 6.32) μιν εὐφώνων πτερύγεσσιν ἀερθέντ' ἀγλααῖς Πιερίδων (I. 1.65) με ἀοίδιμον Πιερίδων προφάταν (Pae. 6.6) ἔστι μοι πατρίδ' ἀρχαίαν κτενὶ Πιερίδ[ων ὥ]στε χαίταν παρθένου ξανθ[ (supp. Lobel) fr. 215. 6. ]α Πιερίδες[ P. Oxy. 1792, fr. 39.

Greek Monolingual

αἱ, Α Πιερία
προσωνυμία τών Μουσών, επειδή είχαν ως κατοικία την Πιερία («Μοῡσαι Πιερίδες», Ησίοδ.).

Greek Monotonic

Πῑερίδες: αἱ, οι Πιερίδες, όνομα των Μουσών, επειδή περιφέρονταν στην Πιερία, σε Ησίοδ., Πίνδ.