πεντακυμία: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
(31)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πέντε]] κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. [[μεγάλη]] [[τρικυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κυμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]]), λ. πλασμένη [[κατά]] το <i>τρι</i>-<i>κυμία</i>].
|mltxt=ἡ, Α<br />[[πέντε]] κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. [[μεγάλη]] [[τρικυμία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πεντα</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>κυμία</i> (<span style="color: red;"><</span> -<i>κυμος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]]), λ. πλασμένη [[κατά]] το <i>τρι</i>-<i>κυμία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πεντᾰκῡμία:''' ἡ, το πέμπτο [[κύμα]], θεωρείται πως είναι μεγαλύτερο από τα [[τέσσερα]] που προηγούνται, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεντᾰκῡμία Medium diacritics: πεντακυμία Low diacritics: πεντακυμία Capitals: ΠΕΝΤΑΚΥΜΙΑ
Transliteration A: pentakymía Transliteration B: pentakymia Transliteration C: pentakymia Beta Code: pentakumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A fifth wave, supposed to be larger than the four preceding, Luc.Merc.Cond.2 ; cf. τρικυμία.

German (Pape)

[Seite 556] ἡ, die fünfte Welle, die nach einigen Beobachtungen jedesmal größer als die vier vorhergehenden sein soll; oder, wie Andere erklären, so groß wie fünf andere, Luc. de merc. cond. 1. Vgl. τρικυμία.

Greek (Liddell-Scott)

πεντᾰκῡμία: ἡ, πέντε κύματα ἀλλεπάλληλα (ὑπερβολικὴ ἔκφρασις ἀντὶ τοῦ τρικυμία), τὰς τρικυμίας καὶ νὴ Δία πεντακυμίας τε καὶ δεκακυμίας Λουκ. ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2· πρβλ.τρικυμία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
cinquième vague ; vague énorme, celle qui met le comble aux autres (cf. τρικυμία).
Étymologie: πέντε, κῦμα.

Greek Monolingual

ἡ, Α
πέντε κύματα αλλεπάλληλα, δηλ. μεγάλη τρικυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα- + -κυμία (< -κυμος < κῦμα), λ. πλασμένη κατά το τρι-κυμία].

Greek Monotonic

πεντᾰκῡμία: ἡ, το πέμπτο κύμα, θεωρείται πως είναι μεγαλύτερο από τα τέσσερα που προηγούνται, σε Λουκ.