πολιορκητής: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(33)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πολιορκώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που πολιορκεί [[πόλη]] ή [[φρούριο]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου.
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πολιορκώ]]<br /><b>1.</b> αυτός που πολιορκεί [[πόλη]] ή [[φρούριο]]<br /><b>2.</b> [[προσωνυμία]] του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου.
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολιορκητής:''' -οῦ, ὁ, [[πορθητής]] [[πόλεων]], όνομα του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου, σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῐορκητής Medium diacritics: πολιορκητής Low diacritics: πολιορκητής Capitals: ΠΟΛΙΟΡΚΗΤΗΣ
Transliteration A: poliorkētḗs Transliteration B: poliorkētēs Transliteration C: poliorkitis Beta Code: poliorkhth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A taker of cities, surname of Demetrius son of Antigonus, Phld.Hom.p.55 O., D.S.20.92, Plu.Demetr.42, Arist.6 (pl.), etc.

German (Pape)

[Seite 655] ὁ, der Städtebelagerer, Sp.; bekannter Beiname des Demetrius, Ath. IV, 128, Plut. Demetr. 42.

Greek (Liddell-Scott)

πολιορκητής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐκπολιορκῶν, κυριεύων πόλεις, ἐπώνυμον Δημητρίου υἱοῦ τοῦ Ἀντιγόνου, Διόδ. 20. 92, Πλουτ. Δημήτρ. 42, Ἀριστείδ. 6, κλπ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 427.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
preneur de villes, ou Poliorcète, surnom de Démétrios, roi de Macédoine.
Étymologie: πολιορκέω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ πολιορκώ
1. αυτός που πολιορκεί πόλη ή φρούριο
2. προσωνυμία του Δημητρίου, γιου του Αντιγόνου.

Greek Monotonic

πολιορκητής: -οῦ, ὁ, πορθητής πόλεων, όνομα του Δημητρίου, γιου του Αντίγονου, σε Πλούτ.