πολυκέρδεια: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(33)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[πολυκερδία]], ἡ, ΝΑ [[πολυκερδής]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολυκερδούς<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μεγάλη]] [[πανουργία]] («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν [[τόξον]] μνηστήρεσσι [[θέμεν]] πολιόν τε [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
|mltxt=και [[πολυκερδία]], ἡ, ΝΑ [[πολυκερδής]]<br />η [[ιδιότητα]] του πολυκερδούς<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μεγάλη]] [[πανουργία]] («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν [[τόξον]] μνηστήρεσσι [[θέμεν]] πολιόν τε [[σίδηρον]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολῠκέρδεια:''' ἡ, [[μεγάλη]] [[πανουργία]], <i>πολυκερδείῃσιν</i>, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠκέρδεια Medium diacritics: πολυκέρδεια Low diacritics: πολυκέρδεια Capitals: ΠΟΛΥΚΕΡΔΕΙΑ
Transliteration A: polykérdeia Transliteration B: polykerdeia Transliteration C: polykerdeia Beta Code: poluke/rdeia

English (LSJ)

ἡ,

   A great craft, πολυκερδείησιν Od.23.77,24.167; πολῠ-κερδία is v.l. in Adam.Phgn.2.37.

German (Pape)

[Seite 664] ἡ, große Schlauheit, List, im plur., Od. 24, 167.

Greek (Liddell-Scott)

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν Ὀδ. Ω. 167.

Greek Monolingual

και πολυκερδία, ἡ, ΝΑ πολυκερδής
η ιδιότητα του πολυκερδούς
αρχ.
η μεγάλη πανουργία («ἄλοχον πολυκερδείῃσιν ἄνωγεν τόξον μνηστήρεσσι θέμεν πολιόν τε σίδηρον», Ομ. Οδ.).

Greek Monotonic

πολῠκέρδεια: ἡ, μεγάλη πανουργία, πολυκερδείῃσιν, σε Ομήρ. Οδ.