πολυκερδής
πρέπει γὰρ τοὺς παῖδας ὥσπερ τῆς οὐσίας οὕτω καὶ τῆς φιλίας τῆς πατρικῆς κληρονομεῖν → it is right that children inherit their fathers' friendships just as they would their possessions
English (LSJ)
πολυκερδές, very crafty or wily, νόος Od.13.255; shrewd in business, money-making, Man.1.132, Polem.Phgn.8; gainful, τέχναι Opp.H.2.15.
German (Pape)
[Seite 664] ές, sehr schlau, listig, νόος, Od. 13, 255; auch von vielem Gewinn, sehr vortheilhaft, Man. 1, 132 Dionys. 2.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
très adroit, rusé, fourbe.
Étymologie: πολύς, κέρδος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυκερδής -ές [πολύς, κέρδος] slim, gewiekst:. νόον πολυκερδέα νωμῶν een slimme geest ontplooiend Od. 13.255.
Russian (Dvoretsky)
πολυκερδής: хитроумнейший (νόος Hom.).
English (Autenrieth)
ές (κέρδος): very crafty, cunning, Od. 13.255†.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
1. αυτός που αποφέρει μεγάλο κέρδος
2. αυτός που κερδίζει πολλά
αρχ.
1. πολύ πανούργος, πολυμήχανος («αἰὲν ἐνὶ στήθεσσι νόον πολυκέρδεα νωμῶν», Ομ. Οδ.).
επίρρ...
πολυκερδώς / πολυκερδῶς ΝΑ
κατά τρόπο πολυκερδή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -κερδής (< κέρδος), πρβλ. αισχροκερδής].
Greek Monotonic
πολῠκερδής: -ές (κέρδος), πολύ πανούργος ή πονηρός, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολῠκερδής: -ές, πολὺ πανοῦργος, «τετραπέρατος», νόος Ὀδ. Ν. 255· ὁ εἰς ἐργασίας δεξιός, ὁ πολλὰ κέρδη ἀπολαμβάνων, Μανέθων 1. 132.