ποιητέος: Difference between revisions
Ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ (μήποτε ξένος γένῃ) → Bene hospiti fac: tu quoque hospes fors eris → Bewirte Gäste, denn auch du bist einmal Gast
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ποιέω]]. | |btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ποιέω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ποιητέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κατασκευαστεί ή να γίνει, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
α, ον,
A to be made or done, Hdt.1.191, 7.15, Hp.Art.27, Pl.R.361c; εὐλάβειά τινος π. Antipho 3.3.11; τὸ π., = τί δεῖ ποιεῖν, Th.4.99. II ποιητέον, one must make or do, And.3.16, Onos.22.2, etc.:—from Med., one must deem, περὶ πολλοῦ π. τὸ ἑαυτὸν γιγνώσκειν X.Mem.4.2.30.
Greek (Liddell-Scott)
ποιητέος: -α, -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ ποιεῖν, Ἡρόδ. 1. 191., 7. 15, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796, Πλάτ. Πολ. 361C· π. εὐλάβειά τινος Ἀντιφῶν 123. 44· τὸ ποιητέον = ὃ δεῖ ποιεῖν, Θουκ. 4. 99 ΙΙ. ποιητέον, δεῖ ποιεῖν Ἀνδοκ. 25. 29.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
adj. verb. de ποιέω.
Greek Monotonic
ποιητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να κατασκευαστεί ή να γίνει, σε Θουκ.