πολύφονος: Difference between revisions

From LSJ

ἀπὸ λεπτοῦ μίτου τὸ ζῆν ἤρτηται → life hangs by a thin thread

Source
(Bailly1_4)
 
(6)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />très meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φόνος]].
|btext=ος, ον :<br />très meurtrier.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φόνος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πολύφονος:''' -ον, [[πολύ]] [[φονικός]], εξαιρετικά [[θανατηφόρος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 01:12, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très meurtrier.
Étymologie: πολύς, φόνος.

Greek Monotonic

πολύφονος: -ον, πολύ φονικός, εξαιρετικά θανατηφόρος, σε Ευρ.