πολυστέλεχος: Difference between revisions
From LSJ
ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small
(33) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολυστελέχης]]. | |mltxt=-ον, Α<br /><b>βλ.</b> [[πολυστελέχης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πολυστέλεχος:''' -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς μίσχους, στελέχη, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον, = foreg.,
A παλίουρος AP9.312 (Zon.).
German (Pape)
[Seite 673] von od. mit vielen Stämmen, παλίουρος, Zonas 5 (IX, 312).
Greek (Liddell-Scott)
πολυστέλεχος: -ον, ὁ ἔχων πολλὰ στελέχη, Ἀνθ. Π. 9. 312 ― πολυστελέχης, ες, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux troncs nombreux.
Étymologie: πολύς, στέλεχος¹.
Greek Monolingual
-ον, Α
βλ. πολυστελέχης.
Greek Monotonic
πολυστέλεχος: -ον, αυτός που αποτελείται από πολλούς μίσχους, στελέχη, σε Ανθ.