προσφωνήεις: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(35)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />ο [[ικανός]] να προσφωνήσει κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φωνήεις]] (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
|mltxt=-εσσα, -εν, Α<br />ο [[ικανός]] να προσφωνήσει κάποιον.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[φωνήεις]] (<span style="color: red;"><</span> [[φωνή]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προσφωνήεις:''' -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, [[ικανός]] να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-[[φωνήεις]].
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσφωνήεις Medium diacritics: προσφωνήεις Low diacritics: προσφωνήεις Capitals: ΠΡΟΣΦΩΝΗΕΙΣ
Transliteration A: prosphōnḗeis Transliteration B: prosphōnēeis Transliteration C: prosfonieis Beta Code: prosfwnh/eis

English (LSJ)

Ep. ποτιφωνήεις, εσσα, εν,

   A addressing, capable of addressing, Od.9.456.

German (Pape)

[Seite 787] εσσα, εν, anredend, anzureden fähig, εἰ ποτιφωνήεις γένοιο, Od. 9, 456.

Greek (Liddell-Scott)

προσφωνήεις: εσσα, εν, προσφωνῶν, δυνάμενος νὰ προσφωνήσῃ, Ὀδ. Ι. 456, ἐν τῷ Δωρ. τύπῳ ποτιφωνήεις.

Greek Monolingual

-εσσα, -εν, Α
ο ικανός να προσφωνήσει κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + φωνήεις (< φωνή)].

Greek Monotonic

προσφωνήεις: -εσσα, -εν, αυτός που προσφωνεί, ικανός να προσφωνήσει, σε Ομήρ. Οδ., στον Δωρ. τύπο ποτι-φωνήεις.