προσστάζω: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(35) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και δωρ. τ. [[ποτιστάζω]] Α<br />[[στάζω]] επί [[πλέον]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επισταλάζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]. | |mltxt=και δωρ. τ. [[ποτιστάζω]] Α<br />[[στάζω]] επί [[πλέον]] [[πάνω]] σε [[κάτι]], [[επισταλάζω]] [[κάτι]] [[ακόμη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προσστάζω:''' Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. <i>-ξω</i>, [[στάζω]] πάνω σε, [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], σε Πίνδ.· <i>πραῢνποτιστάζων ὄαρον</i>, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια [[λόγια]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:28, 31 December 2018
English (LSJ)
Dor. ποτιστ-,
A drop on, shed over, τοῖς αἰδοία π. Χάρις μορφάν Pi.O.6.76; πραῢν . . ποτιστάζων ὄαρον letting fall mild words, Id.P.4.137.
German (Pape)
[Seite 780] (s. στάζω), dor. ποτιστ., noch dazu tröpfeln, träufeln; übertr., verleihen, τοῖς αἰδοία ποτιστάζει Χάρις μορφάν, Pind. Ol. 6, 76; μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον, P. 4, 137.
Greek (Liddell-Scott)
προσστάζω: Δωρ. ποτιστάζω, στάζω πρός τι, τοῖς αἰδοία ποτιστάξει Χάρις μορφάν, «οἷς πρὸς τὴν μορφὴν... στάξει χάρις αἰδοία καὶ σεμνὴ» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 127. πραῢν μαλθακᾷ φωνᾷ ποτιστάζων ὄαρον βάλλετο κρηπῖδα σοφῶν ἐπέων, «μαλθακῇ δὲ καὶ οὐ τραχείᾳ φωνῇ ἀπὸ τοῦ στόματος λόγον στάζων κατεβάλλετο βάσιν καὶ ἀρχὴν τῶν σοφῶν λόγων» (Σχόλ.), ὁ αὐτ. ἐν Π. 4. 244.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. ποτιστάζω Α
στάζω επί πλέον πάνω σε κάτι, επισταλάζω κάτι ακόμη.
Greek Monotonic
προσστάζω: Δωρ. ποτι-στ-, μέλ. -ξω, στάζω πάνω σε, ρίχνω ολόγυρα, σε Πίνδ.· πραῢνποτιστάζων ὄαρον, άφησε να πέσουν σοφά, ήπια λόγια, στον ίδ.