Πρυμνεύς: Difference between revisions

From LSJ

νοῦς γὰρ ἡμῶν ἐστιν ἐν ἑκάστῳ θεός → Mortalium cuique sua mens est deus → In jedem von uns nämlich wirkt sein Geist als Gott

Menander, Monostichoi, 434
(35)
(6)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
|mltxt=ὁ, Α<br />(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πρύμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>εύς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''Πρυμνεύς:''' ὁ, [[πηδαλιούχος]], όνομα ενός Φαίακα, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 01:28, 31 December 2018

Greek (Liddell-Scott)

Πρυμνεύς: ὁ, ὁ πηδαλιοῦχος, ὄνομα Φαίακός τινος ἐν Ὀδυσσείας Θ. 112· ἐκ τοῦ πρύμνα, ὡς ἅπαντα σχεδὸν τὰ ὀνόματα αὐτῶν ἔχουσι σχέσιν πρὸς τὰ πλοῖα, πρβλ. Πρῳρεύς.

English (Autenrieth)

a Phaeacian, Od. 8.112†.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(στην Οδ.) όνομα ενός Φαίακος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρύμνη + κατάλ. -εύς].

Greek Monotonic

Πρυμνεύς: ὁ, πηδαλιούχος, όνομα ενός Φαίακα, σε Ομήρ. Οδ.