προστήκομαι: Difference between revisions

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source
(35)
(6)
Line 12: Line 12:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειώνω]] και [[κολλώ]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε [[κάτι]] («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακέντος ἰοῡ» — λέγεται για το [[δηλητήριο]] του χιτώνα του Ηρακλέους που, [[καθώς]] έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει [[πάνω]] στο [[σώμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τήκομαι</i> «[[λειώνω]], [[ρευστοποιώ]]»].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[λειώνω]] και [[κολλώ]] [[πάνω]] σε κάποιον<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε [[κάτι]] («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «προστακέντος ἰοῡ» — λέγεται για το [[δηλητήριο]] του χιτώνα του Ηρακλέους που, [[καθώς]] έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει [[πάνω]] στο [[σώμα]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προσ</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>τήκομαι</i> «[[λειώνω]], [[ρευστοποιώ]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''προστήκομαι:''' μέλ. <i>-τήξομαι</i>, Παθ. με παρακ. <i>προστέτηκα</i>, [[λιώνω]] και [[κολλώ]] γερά πάνω σε, προσκολλώμαι σε, <i>προστᾰκέντος ἰοῦ</i>, λέγεται για τον δηλητηριώδη χιτώνα που προσκολλήθηκε στον Ηρακλή, σε Σοφ.· για αυτόν επίσης λέγεται πως ήταν [[ὕδρας]] προστετᾱκὼς φάσματι, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 01:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προστήκομαι Medium diacritics: προστήκομαι Low diacritics: προστήκομαι Capitals: ΠΡΟΣΤΗΚΟΜΑΙ
Transliteration A: prostḗkomai Transliteration B: prostēkomai Transliteration C: prostikomai Beta Code: prosth/komai

English (LSJ)

Pass., with pf. προστέτηκα,

   A stick fast to, cling to, προστᾰκέντος ἰοῦ, of the poisoned robe clinging to Heracles, S.Tr. 833 (lyr.); ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι ib.836 (lyr.): metaph., to be given up to, engrossed by, πορισμῷ Plu.2.524d; τοῖς ἀνιαροῖς ib.600c; τέχνῃ Ael.VH3.31; τῷ Κριτίᾳ Philostr.VS2.1.14; δόξῃ Jul.Or.7.226a; ταῖς αἱρέσεσι Gal.8.657.

Greek Monolingual

Α
1. λειώνω και κολλώ πάνω σε κάποιον
2. μτφ. προσκολλώμαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («προστήκεσθαι τῇ τέχνῃ», Αιλ.)
3. φρ. «προστακέντος ἰοῡ» — λέγεται για το δηλητήριο του χιτώνα του Ηρακλέους που, καθώς έλειωνε, έκανε τον χιτώνα να κολλάει πάνω στο σώμα του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + τήκομαι «λειώνω, ρευστοποιώ»].

Greek Monotonic

προστήκομαι: μέλ. -τήξομαι, Παθ. με παρακ. προστέτηκα, λιώνω και κολλώ γερά πάνω σε, προσκολλώμαι σε, προστᾰκέντος ἰοῦ, λέγεται για τον δηλητηριώδη χιτώνα που προσκολλήθηκε στον Ηρακλή, σε Σοφ.· για αυτόν επίσης λέγεται πως ήταν ὕδρας προστετᾱκὼς φάσματι, στον ίδ.