ρευστοποιώ

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

Ν
1. μετατρέπω στερεό σώμα σε αέριο ή σε υγρό
2. μετατρέπω κτηματική περιουσία σε ρευστό χρήμα
3. εξαργυρώνω χρηματιστηριακούς τίτλους, τους μετατρέπω σε μετρητό χρήμα, λικιντάρω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρευστός + ποιώ].