σαγηνεύς: Difference between revisions
From LSJ
μέχρι δὲ τούτου θεοῖσι εἰδέναι χάριν → but until that time he should feel gratitude to the gods
(36) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που αλιεύει με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[σαγηνεύω]]. | |mltxt=-έως, ὁ, Α<br />αυτός που αλιεύει με το [[δίχτυ]] [[σαγήνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Υποχωρητ. παρ. του ρ. [[σαγηνεύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σᾰγηνεύς:''' -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:32, 31 December 2018
English (LSJ)
έως, ὁ,= sq., D.S.9.3, AP7.276 (Hegesipp.), 295 (Leon.), Plu.Pomp.73; gen. sg. written
A σαγινέος MAMA3.411 (Corycus).
German (Pape)
[Seite 857] ὁ, = Folgdm; Leon. Tar. 91 (VII, 295); Plut. Pomp. 73.
Greek (Liddell-Scott)
σᾰγηνεύς: έως, ἡ, = τῷ ἑπομ., Ἀνθ. Π. 7. 276, 295, Πλουτ. Πομπ. 73.
French (Bailly abrégé)
έως (ὁ) :
pêcheur à la seine.
Étymologie: σαγηνεύω.
Greek Monolingual
-έως, ὁ, Α
αυτός που αλιεύει με το δίχτυ σαγήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. σαγηνεύω.
Greek Monotonic
σᾰγηνεύς: -έως, ἡ, = το επόμ., σε Ανθ., Πλούτ.