ῥυτιδόω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἔστιν οὐδείς, οὐδ' ὁ Μυσῶν ἔσχατος → there is nobody, not even the last of the Mysians | there is nobody, not even the meanest of mankind

Source
(Bailly1_4)
(6)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥυτιδώσω ; <i>part. pf. Pass.</i> ἐρρυτιδωμένος;<br />rider.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτίς]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ῥυτιδώσω ; <i>part. pf. Pass.</i> ἐρρυτιδωμένος;<br />rider.<br />'''Étymologie:''' [[ῥυτίς]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ῥῠτῐδόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i> ([[ῥυτίς]]), κάνω [[κάτι]] να ζαρώσει — Παθ., είμαι [[γεμάτος]] με [[ρυτίδες]]· μτχ. παρακ. <i>ἐρρυτιδωμένος</i>, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 01:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠτῐδόω Medium diacritics: ῥυτιδόω Low diacritics: ρυτιδόω Capitals: ΡΥΤΙΔΟΩ
Transliteration A: rhytidóō Transliteration B: rhytidoō Transliteration C: rytidoo Beta Code: r(utido/w

English (LSJ)

   A make wrinkled, shrivel up, Arist.Pr.936b10:—Pass., to be wrinkled, ῥυτιδούμενοι [ὀφθαλμοί] Hp.Epid.6.1.13; δέρμα ἐρρυτιδωμένον Arist.HA578a9, cf. GA780a32; φύλλα Thphr.HP3.10.3; μῆλον Dsc.1.115; τὴν ὄψιν ἐρρυτιδωμένος Luc.Luct.16; of bandages, Sor.1.83.

German (Pape)

[Seite 854] runzlig machen, runzeln; Arist. H. A. 6, 25, im pass., u. oft, wie Folgde; τὴν ὄψιν ἐῤῥυτιδωμένος, Luc. de luct. 16.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῠτῐδόω: ῥυτιδώνω, καθιστῶ τι ῥυτιδῶδες, διὰ τὶ τὸ θερμὸν ὕδωρ ῥυτιδοῖ, τὸ δὲ πῦρ θερμὸν ὄν, οὐ; Ἀριστ. Προβλ. 24. 7. - Παθητ., πληροῦμαι ῥυτίδων, ῥυτιδούμενοι ὀφθαλμοὶ Ἱππ. 1165Ε· δέρμα ἐρρυτιδωμένον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 25, 1, πρβλ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 30· φύλλα Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 3. 10, 3, μῆλον Διοσκ. 1. 166· ἐρρυτιδωμένος τὴν ὄψιν Λουκ. περὶ Πένθους 16. - Ἴδε Κόντον ἐν «Σωκράτει» σ. 162.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
f. ῥυτιδώσω ; part. pf. Pass. ἐρρυτιδωμένος;
rider.
Étymologie: ῥυτίς.

Greek Monotonic

ῥῠτῐδόω: μέλ. -ώσω (ῥυτίς), κάνω κάτι να ζαρώσει — Παθ., είμαι γεμάτος με ρυτίδες· μτχ. παρακ. ἐρρυτιδωμένος, σε Λουκ.