σιτέομαι: Difference between revisions
From LSJ
Ποιητὴς, ὁπόταν ἐν τῷ τρίποδι τῆς Μούσης καθίζηται, τότε οὐκ ἔμφρων ἐστίν → Whenever a poet is seated on the Muses' tripod, he is not in his senses
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἐσιτούμην, <i>f.</i> σιτήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιτήθην;<br />se nourrir : [[τι]] <i>ou</i> τινι de qch ; <i>fig. avec</i> acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]]. | |btext=-οῦμαι;<br /><i>impf.</i> ἐσιτούμην, <i>f.</i> σιτήσομαι, <i>ao.</i> ἐσιτήθην;<br />se nourrir : [[τι]] <i>ou</i> τινι de qch ; <i>fig. avec</i> acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[σῖτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σιτέομαι:''' Ιων. γʹ πληθ. παρατ. [[σιτέσκοντο]]· μέλ. <i>σιτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσιτήθην</i>, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. [[σιτέσκοντο]], μέλ. <i>σιτήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἐσιτήθην</i>, Δωρ. και ποιητ. [[σιτάθην]] ([[σῖτος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[λαμβάνω]] [[τροφή]], [[τρώω]], τρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ., τρέφομαι με [[κάτι]], [[τρώω]] [[κάτι]], σε Ηρόδ.· μεταφ., [[σιτέομαι]] ἐλπίδας, σε Αισχύλ.· <i>τὴν σοφίαν</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
impf. ἐσιτούμην, f. σιτήσομαι, ao. ἐσιτήθην;
se nourrir : τι ou τινι de qch ; fig. avec acc. : se nourrir (d’espérances, de sagesse, etc.).
Étymologie: σῖτος.
Greek Monotonic
σιτέομαι: Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο· μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Ιων. γʹ πληθ. παρατ. σιτέσκοντο, μέλ. σιτήσομαι, αόρ. αʹ ἐσιτήθην, Δωρ. και ποιητ. σιτάθην (σῖτος)·
1. λαμβάνω τροφή, τρώω, τρέφομαι, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.
2. με αιτ., τρέφομαι με κάτι, τρώω κάτι, σε Ηρόδ.· μεταφ., σιτέομαι ἐλπίδας, σε Αισχύλ.· τὴν σοφίαν, σε Αριστοφ.