συγκαταφαγεῖν: Difference between revisions
From LSJ
(Bailly1_4) |
(6) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>inf. ao.2 de</i> [[συγκατεσθίω]]. | |btext=<i>inf. ao.2 de</i> [[συγκατεσθίω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συγκαταφᾰγεῖν:''' απαρ. αορ. βʹ του [[συγκατεσθίω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
aor. inf. of συγκατεσθίω.
German (Pape)
[Seite 966] aor. zu συγκατεσθίω.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφᾰγεῖν: ἀπαρ. ἀόρ. τοῦ συγκατεσθίω.
French (Bailly abrégé)
inf. ao.2 de συγκατεσθίω.
Greek Monotonic
συγκαταφᾰγεῖν: απαρ. αορ. βʹ του συγκατεσθίω.