συγκαταμίγνυμι: Difference between revisions

From LSJ

Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein

Menander, Monostichoi, 370
(Bailly1_4)
(6)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=mêler avec, mélanger, unir ; <i>Pass. fig.</i> être absorbé par, plongé dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταμίγνυμι]].
|btext=mêler avec, mélanger, unir ; <i>Pass. fig.</i> être absorbé par, plongé dans, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καταμίγνυμι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαταμίγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. -[[μίξω]], [[αναμειγνύω]] με, [[ανακατεύω]], κάνω [[χαρμάνι]] με, <i>Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς</i>, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με [[κάτι]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 965] (s. μίγνυμι), mit hinein- od. hinzumischen, verbinden; τὰς Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, Eur. Herc. Für. 674: εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, Plat. Polit. 288 e; – übertr., empfänglich machen für Etwas, τινί, Xen. Hier. 6, 2, μέχρι τοῦ ᾠδαῖς τε καὶ θαλίαις καὶ χοροῖς τὲν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, poetische Verbindung.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαταμίγνῡμι: καὶ -ύω, μέλλ. -μίξω, καταμιγνύω ὁμοῦ, συνενώνω, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνὺς Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 674, πρβλ. Στράβ. 570. ― Παθ., ᾠδαῖς καὶ θαλίαις τὴν ψυχὴν συγκαταμίγνυται, ἡ ψυχή του εἶναι ὅλη δεδομένη εἰς..., Ξεν. Ἱέρ. 6, 2· ὅσα εἰς τὸ σῶμα συγκαταμιγνύμενα, συνενούμενα, Πλάτ. Πολιτικ. 288Ε· τῷ ὑγρῷ Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 13.

French (Bailly abrégé)

mêler avec, mélanger, unir ; Pass. fig. être absorbé par, plongé dans, τινι.
Étymologie: σύν, καταμίγνυμι.

Greek Monotonic

συγκαταμίγνῡμι: και -ύω, μέλ. -μίξω, αναμειγνύω με, ανακατεύω, κάνω χαρμάνι με, Χάριτας Μούσαις συγκαταμιγνύς, σε Ευρ. — Παθ., είμαι απορροφημένος με κάτι, σε Ξεν.