συκοφάντρια: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
(6) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συκοφάντης]]. | |mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>βλ.</b> [[συκοφάντης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''σῡκοφάντρια:''' ἡ, θηλ. του [[συκοφάντης]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ, fem. of συκοφάντης, Ar.Pl.970, PMasp.97 ii 39 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 974] ἡ, fem. zu συκοφάντης, Ar. Plut. 970.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. τοῦ συκοφάντης, Ἀριστοφ. Πλ. 970.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
fém. de συκοφάντης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
βλ. συκοφάντης.
Greek Monotonic
σῡκοφάντρια: ἡ, θηλ. του συκοφάντης, σε Αριστοφ.