συμμετίσχω: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμμετέχω]].
|mltxt=Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) <b>βλ.</b> [[συμμετέχω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συμμετίσχω:''' = [[συμμετέχω]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 01:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμμετίσχω Medium diacritics: συμμετίσχω Low diacritics: συμμετίσχω Capitals: ΣΥΜΜΕΤΙΣΧΩ
Transliteration A: symmetíschō Transliteration B: symmetischō Transliteration C: symmetischo Beta Code: summeti/sxw

English (LSJ)

=

   A συμμετέχω, τῆς αἰτίας S.Ant.537.

German (Pape)

[Seite 981] = συμμετέχω; καὶ ξυμμετίσχω καὶ φέρω τῆς αἰτίας, Soph. Ant. 533.

Greek (Liddell-Scott)

συμμετίσχω: συμμετέχω, τῆς αἰτίας Σοφ. Ἀντ. 537.

French (Bailly abrégé)

c. συμμετέχω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) βλ. συμμετέχω.

Greek Monotonic

συμμετίσχω: = συμμετέχω, σε Σοφ.