συγκαθέλκω: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(39)
(6)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[καθέλκω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθέλκω]] «[[σύρω]] [[προς]] τα [[κάτω]]»].
|mltxt=Α<br />[[καθέλκω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[καθέλκω]] «[[σύρω]] [[προς]] τα [[κάτω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συγκαθέλκω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. αʹ <i>-είλκῠσα</i>· [[σύρω]], [[καθελκύω]] μαζί με· Παθ. μέλ., <i>συγκαθελκυσθήσεται</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 01:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθέλκω Medium diacritics: συγκαθέλκω Low diacritics: συγκαθέλκω Capitals: ΣΥΓΚΑΘΕΛΚΩ
Transliteration A: synkathélkō Transliteration B: synkathelkō Transliteration C: sygkathelko Beta Code: sugkaqe/lkw

English (LSJ)

   A drag down with or together, fut. Pass. ξυγκαθελκυσθήσεται A.Th.614.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἕλκω) mit od. zusammen herunterziehen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθέλκω: μέλλ. -ξω· ἀόρ. -είλκῠσα (πρβλ. ἕλκω)· - καθέλκω ὁμοῦ, συγκαταβιβάζω, μετ’ ἀπαρ. τὸ γεῶδες πρὸς τὴν γῆν Ἰώβιος ἐν Φωτ. Βιβλοθ. 206. 4· - μέλλ. παθ., συγκαθελκυσθήσεται Αἰσχύλ. ἐπὶ Θήβ. 614.

French (Bailly abrégé)

ao. συγκαθείλκυσα;
entraîner avec ou ensemble.
Étymologie: σύν, καθέλκω.

Greek Monolingual

Α
καθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω»].

Greek Monolingual

Α
καθέλκω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθέλκω «σύρω προς τα κάτω»].

Greek Monotonic

συγκαθέλκω: μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -είλκῠσα· σύρω, καθελκύω μαζί με· Παθ. μέλ., συγκαθελκυσθήσεται, σε Αισχύλ.