συνελίσσω: Difference between revisions
ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood
(39) |
(6) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[συνειλίσσω]], και αττ. τ. συνελίττω Α<br />[[τυλίγω]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[περιτυλίγω]] («συνελίσσειν [[εἴριον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σπείραις [[συνελίσσω]]» — κουλουριάζομαι (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐλίσσω</i> «[[περιστρέφω]], [[περιτυλίσσω]]»]. | |mltxt=ΝΜΑ, και ιων. τ. [[συνειλίσσω]], και αττ. τ. συνελίττω Α<br />[[τυλίγω]] [[γύρω]] [[γύρω]], [[περιτυλίγω]] («συνελίσσειν [[εἴριον]]», Ιπποκρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «σπείραις [[συνελίσσω]]» — κουλουριάζομαι (<b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> <i>ἐλίσσω</i> «[[περιστρέφω]], [[περιτυλίσσω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''συνελίσσω:''' Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. <i>-ξω</i>,<br /><b class="num">1.</b> [[τυλίγω]] μαζί — Παθ., εμπλέκομαι σε [[κάτι]], με δοτ., σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> αμτβ., κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι, λέγεται για [[φίδι]], σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:56, 31 December 2018
English (LSJ)
Ion. συνειλ- (as also in E.Ion 1164 codd.), Att. συνελίττω, aor. imper.
A συνειλιξάτω IG22.204.31:—roll together, roll up, εἴριον Hp.Art.9, cf. Thphr.HP4.7.5:—Pass., σὺν δ' ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι S.El.746; of certain insects, roll themselves up into a ball, Arist.PA 682b22; of the chamaeleon's tail, Id.HA503a20. 2 roll up with, συνήλιξα τὴν ἐπιστολὴν Ἀπολλωτᾶτος τῇ Ἑρμοφίλου PGiss.25.7 (ii A.D.); συνήλλιξα τῇ ἐπιστολῇ δεῖγμα POxy.113.5 (ii A.D.). 3 intr., coil itself up, of a serpent, σπείραις σ. dub. l. in E. l.c.
German (Pape)
[Seite 1014] att. -ττω, zusammenwickeln, verbinden, Arist. H. A. 2, 11 u. Folgde. S. συνειλ.
Greek (Liddell-Scott)
συνελίσσω: Ἰων. συνειλ- (ὡς καὶ ἐν Εὐρ. Ἴωνι 1164), Ἀττ. -ττω· -περιτυλίσσω ὁμοῦ, τυλίσσω, εἴριον Ἱππ. π. Ἄρθρ. 785. ― Παθ., σὺν δ’ ἑλίσσεται τμητοῖς ἱμᾶσι Σοφ. Ἠλ. 746· ἐπί τινων ἐντόμων, ἅτινα συνελίσσουσιν ἑαυτὰ εἰς σχῆμα σφαίρας ὅταν τὰ ἐγγίσῃ τις, Ἀριστ. περὶ Ζ. Μορ. 4, 6, 6, πρβλ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 11, 2. 3) ἀμεταβ., συσπειρῶμαι, ἐπὶ ὄφεως, σπείραις σ. Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.
French (Bailly abrégé)
1 tr. rouler ensemble, enrouler, pelotonner ; Moy. συνελίσσομαι s’enrouler dans, s’empêtrer dans;
2 dérouler.
Étymologie: σύν, ἑλίσσω.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ιων. τ. συνειλίσσω, και αττ. τ. συνελίττω Α
τυλίγω γύρω γύρω, περιτυλίγω («συνελίσσειν εἴριον», Ιπποκρ.)
αρχ.
φρ. «σπείραις συνελίσσω» — κουλουριάζομαι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»].
Greek Monolingual
ΝΜΑ, και ιων. τ. συνειλίσσω, και αττ. τ. συνελίττω Α
τυλίγω γύρω γύρω, περιτυλίγω («συνελίσσειν εἴριον», Ιπποκρ.)
αρχ.
φρ. «σπείραις συνελίσσω» — κουλουριάζομαι (Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἐλίσσω «περιστρέφω, περιτυλίσσω»].
Greek Monotonic
συνελίσσω: Ιων. συν-ειλ-, Αττ. -ττω, μέλ. -ξω,
1. τυλίγω μαζί — Παθ., εμπλέκομαι σε κάτι, με δοτ., σε Σοφ.
2. αμτβ., κουλουριάζομαι, συσπειρώνομαι, λέγεται για φίδι, σε Ευρ.