συντερετίζω: Difference between revisions

From LSJ

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br />[[τερετίζω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τερετίζω]] «[[κελαηδώ]], [[τιτιβίζω]]»].
|mltxt=Α<br />[[τερετίζω]] συγχρόνως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τερετίζω]] «[[κελαηδώ]], [[τιτιβίζω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντερετίζω:''' [[παίζω]] τον αυλό μαζί με άλλους, με [[συνοδεία]] άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερετίζω Medium diacritics: συντερετίζω Low diacritics: συντερετίζω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΕΤΙΖΩ
Transliteration A: synteretízō Transliteration B: synteretizō Transliteration C: synteretizo Beta Code: suntereti/zw

English (LSJ)

   A whistle an accompaniment, Thphr.Char.19.10.

Greek (Liddell-Scott)

συντερετίζω: ὁμοῦ τερετίζω, αὐλούμενος… συντερετίζειν Θεοφρ. Χαρ. 21, Schneid.

French (Bailly abrégé)

accompagner en fredonnant.
Étymologie: σύν, τερετίζω.

Greek Monolingual

Α
τερετίζω συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τερετίζω «κελαηδώ, τιτιβίζω»].

Greek Monotonic

συντερετίζω: παίζω τον αυλό μαζί με άλλους, με συνοδεία άλλων αυλητών, σε Θεόφρ.