συντερμονέω: Difference between revisions

From LSJ

ζέσιν τοῦ περὶ καρδίαν αἵματος καὶ θερμοῦ → surging of the blood and heat round the heart

Source
(Bailly1_5)
(6)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[συντέρμων]].
|btext=-ῶ :<br />être limitrophe de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[συντέρμων]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''συντερμονέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[συνορεύω]], είμαι όμορος με, [[γειτονικός]] με, <i>τινί</i>, σε Πολύβ.
}}
}}

Revision as of 01:56, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συντερμονέω Medium diacritics: συντερμονέω Low diacritics: συντερμονέω Capitals: ΣΥΝΤΕΡΜΟΝΕΩ
Transliteration A: syntermonéō Transliteration B: syntermoneō Transliteration C: syntermoneo Beta Code: suntermone/w

English (LSJ)

   A march with, border on, χώρᾳ Plb.1.6.4, 2.21.9.

Greek (Liddell-Scott)

συντερμονέω: εἶμαι συντέρμων, συνορεύω, τινι Πολύβ. 1. 6, 4., 2. 21, 9.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être limitrophe de, τινι.
Étymologie: συντέρμων.

Greek Monotonic

συντερμονέω: μέλ. -ήσω, συνορεύω, είμαι όμορος με, γειτονικός με, τινί, σε Πολύβ.