σχοινῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἡμερὶ πανθέλκτειρα, μεθυτρόφε, μῆτερ ὀπώρας ... → All-soothing vine, nurse of the wine, vintage's mother ... (Anthologia Palatina 7.24.1)

Source
(40)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχοινίτης]].
|mltxt=-ίτιδος, ἡ, Α<br /><b>βλ.</b> [[σχοινίτης]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''σχοινῖτις:''' -ιδος, ἡ ([[σχοῖνος]]), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από [[βούρλα]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 02:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχοινῖτις Medium diacritics: σχοινῖτις Low diacritics: σχοινίτις Capitals: ΣΧΟΙΝΙΤΙΣ
Transliteration A: schoinîtis Transliteration B: schoinitis Transliteration C: schoinitis Beta Code: sxoini=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A made of rushes, καλύβη AP7.295 (Leon.).

Greek (Liddell-Scott)

σχοινῖτις: -ιδος, ἡ, πεποιημένος ἐκ σχοίνων ἢ βούρλων, καλύβη Ἀνθ. Π. 7. 295.

French (Bailly abrégé)

ίτιδος
adj. f.
fait de jonc.
Étymologie: σχοῖνος.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
βλ. σχοινίτης.

Greek Monotonic

σχοινῖτις: -ιδος, ἡ (σχοῖνος), αυτή που έχει κατασκευαστεί από καλάμια ή από βούρλα, σε Ανθ.