τίλων: Difference between revisions

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΑ<br />(στη νεοελλ. μόνο [[λόγιος]] τ.) <b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων <span style="color: red;"><</span> [[τῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάστρ</i>-<i>ων</i>, <i>τύλ</i>-<i>ων</i>)].
|mltxt=-ωνος, ο, ΝΑ<br />(στη νεοελλ. μόνο [[λόγιος]] τ.) <b>ζωολ.</b> [[είδος]] ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Λ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων <span style="color: red;"><</span> [[τῖλος]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ων</i>, -<i>ωνος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>γάστρ</i>-<i>ων</i>, <i>τύλ</i>-<i>ων</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τίλων:''' ὁ, ψάρι της Θρακικής λίμνης Πρασιάδος, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 02:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τίλων Medium diacritics: τίλων Low diacritics: τίλων Capitals: ΤΙΛΩΝ
Transliteration A: tílōn Transliteration B: tilōn Transliteration C: tilon Beta Code: ti/lwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, a fish of the Thracian lake Prasias, Hdt.5.16, Arist. HA568b25, 602b26 (with vv. ll. τύλων, ψίλων, ψύλων, τίλλων, τριλών).

German (Pape)

[Seite 1114] ωνος, ὁ, s. τίλλων.

Greek (Liddell-Scott)

τίλων: -ωνος, ὁ, ἰχθὺς τῆς Θρακικῆς λίμνης (νῦν Μακεδονικῆς) Πρασιάδος (Κερκινίτιδος), τῶν δὲ ἰχθύων ἐστί γένεα δύο, τοὺς καλέουσι πάπρακάς τε καὶ τίλωνας Ἡρόδ. 5. 16, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 14, 11., 8. 20, 2 (μετὰ διαφόρ. γραφῶν τύλων, ψίλων, ψύλων, τίλλων).

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ) :
mieux que τίλλων;
sorte de poisson du lac Prasias en Thrace.
Étymologie:.

Greek Monolingual

-ωνος, ο, ΝΑ
(στη νεοελλ. μόνο λόγιος τ.) ζωολ. είδος ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λ. πιθ. της καθημερινής γλώσσας τών Αρχαίων < τῖλος + επίθημα -ων, -ωνος (πρβλ. γάστρ-ων, τύλ-ων)].

Greek Monotonic

τίλων: ὁ, ψάρι της Θρακικής λίμνης Πρασιάδος, σε Ηρόδ.