τμητός: Difference between revisions

From LSJ

Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt

Menander, Monostichoi, 366
(41)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[τμητός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> κομμένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί<br /><b>αρχ.</b><br />χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τμη</i>- του [[τέμνω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>τμή</i>-<i>γω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].
|mltxt=-ή, -ό / [[τμητός]], -ή, -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> κομμένος<br /><b>2.</b> αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί<br /><b>αρχ.</b><br />χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>τμη</i>- του [[τέμνω]] (<b>βλ. λ.</b> <i>τμή</i>-<i>γω</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''τμητός:''' -ή, -όν ([[τέμνω]])·<br /><b class="num">1.</b> κομμένος, διαμορφωμένος με [[τομή]], σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που μπορεί [[κάποιος]] να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τμητός Medium diacritics: τμητός Low diacritics: τμητός Capitals: ΤΜΗΤΟΣ
Transliteration A: tmētós Transliteration B: tmētos Transliteration C: tmitos Beta Code: tmhto/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A cut, shaped by cutting, τ. ἱμάντες S.El.747, E.Hipp.1245; τμητοῖς ὁλκοῖς S.El.863 (lyr.); τυρὸς τ. Antiph.133.9 (anap.), cf. Anaxandr. 30.1.    2 that can be cut or severed, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητόν Arist.Metaph.1020b29, cf. Mete.387a7, Theoc.25.275.

German (Pape)

[Seite 1123] geschnitten; τμητοῖς ἱμᾶσι, Soph. El. 737, wie Eur. Hipp. 1245; auch von Furchen, τμητοῖς ὁλκοῖς ἐγκῦρσαι, Soph. El. 852; zerschnitten, zerstört, getrennt.

Greek (Liddell-Scott)

τμητός: -ή, -όν, (τέμνω) ὁ τετμημένος, ὁ διὰ τομῆς ἐσχηματισμένος, τμ. ἱμᾶντες Σοφ. Ἠλ. 747, Εὐρ. Ἱππ. 1245· οὕτω, τμητοῖς ὁλκοῖς, πρβλ. ὁλκὸς Ι, 2· τυρὸς τμ. Ἀντιφάνης ἐν «Κύκλωπι» 2. 9. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κόψῃ ἢ χωρίσῃ, ὡς τὸ τμητικὸν πρὸς τὸ τμητὸν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 4. 15, 1, πρβλ. Μετεωρ. 4. 9, 22, Θεόκρ. 25. 275.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 coupé, taillé;
2 qu’on peut couper ou séparer, divisible.
Étymologie: adj. verb. de τέμνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τμητός, -ή, -όν, ΝΑ
1. κομμένος
2. αυτός που μπορεί να τμηθεί, να κοπεί ή να σχιστεί
αρχ.
χωρισμένος σε μερίδια, σε τεμάχια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τμη- του τέμνω (βλ. λ. τμή-γω) + κατάλ. -τός].

Greek Monotonic

τμητός: -ή, -όν (τέμνω
1. κομμένος, διαμορφωμένος με τομή, σε Σοφ., Ευρ.
2. αυτό που μπορεί κάποιος να κόψει ή να χωρίσει, σε Θεόκρ.