ὑπάγγελος: Difference between revisions
From LSJ
(43) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγγελος]]. | |mltxt=-ον, Α<br />αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄγγελος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὑπάγγελος:''' -ον, αυτός που καλείται από αγγελιαφόρο, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A summoned by a messenger, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑ. A.Ch.838.
German (Pape)
[Seite 1179] vom Boten gerufen od. geholt; ἥκω μὲν οὐκ ἄκλητος, ἀλλ' ὑπάγγελος Aesch. Ch. 825.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπάγγελος: -ον, ὁ ὑπ’ ἀγγέλου κληθείς, οὐκ ἄκλητος, ἀλλ’ ὑπ. Αἰσχύλ. Χο. 838, πρβλ. Σοφ. Αἴ. 287 καὶ Τραχ. 391.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
averti ou appelé par un messager.
Étymologie: ὑπό, ἄγγελος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που ειδοποιήθηκε με αγγελιαφόρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἄγγελος.
Greek Monotonic
ὑπάγγελος: -ον, αυτός που καλείται από αγγελιαφόρο, σε Αισχύλ.