υἱωνός: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
(42)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ὑωνός]] και [[υἱωνεύς]], -έως, ὁ, θηλ. [[υἱωνή]], ΜΑ, και ως θηλ. [[υἱωνός]], ἡ, Μ<br />ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υἱος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωνός</i>, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>οἰ</i>-<i>ωνός</i>, <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>grand</i>-<i>son</i> «[[εγγονός]]»). Ο τ. <i>υἱώνεῖς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] αναλογικός με τον πληθ. <i>υἱεῖς</i>].
|mltxt=και [[ὑωνός]] και [[υἱωνεύς]], -έως, ὁ, θηλ. [[υἱωνή]], ΜΑ, και ως θηλ. [[υἱωνός]], ἡ, Μ<br />ο [[εγγονός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>υἱος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ωνός</i>, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (<b>πρβλ.</b> <i>οἰ</i>-<i>ωνός</i>, <i>χελ</i>-<i>ώνη</i>) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (<b>πρβλ.</b> αγγλ. <i>grand</i>-<i>son</i> «[[εγγονός]]»). Ο τ. <i>υἱώνεῖς</i>, που παραδίδει ο Ησύχιος, [[είναι]] αναλογικός με τον πληθ. <i>υἱεῖς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''υἱωνός:''' -οῦ, ὁ ([[υἱός]]), [[εγγονός]], σε Όμηρ., Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: υἱωνός Medium diacritics: υἱωνός Low diacritics: υιωνός Capitals: ΥΙΩΝΟΣ
Transliteration A: hyiōnós Transliteration B: huiōnos Transliteration C: yionos Beta Code: ui(wno/s

English (LSJ)

ὁ,

   A grandson, Il.2.666, Od. 24.515, Theoc.17.23, IG5(1).1450 (Messene, i A. D.), POxy.261.7 (i A.D.), SIG829A (Delph., ii A. D.), Plu.Publ.14, etc.:—fem. υἱωνή, ἡ, J.BJ1.22.1; less Att. than ὑϊδοῦς and ὑϊδῆ, Moer.p.379 P., Thom. Mag.p.362 R.

German (Pape)

[Seite 1176] ὁ, Sohnes Sohn, Enkel; Hom. Il. 2, 666 Od. 24, 514; Plut. Popl. 14 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
petit-fils.
Étymologie: υἱός.

English (Autenrieth)

grandson.

Greek Monolingual

και ὑωνός και υἱωνεύς, -έως, ὁ, θηλ. υἱωνή, ΜΑ, και ως θηλ. υἱωνός, ἡ, Μ
ο εγγονός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υἱος + επίθημα -ωνός, που μαρτυρείται και σε ονόματα ζώων και πτηνών (πρβλ. οἰ-ωνός, χελ-ώνη) και προσδίδει στη λ. μεγεθυντική, αυξητική σημ. (πρβλ. αγγλ. grand-son «εγγονός»). Ο τ. υἱώνεῖς, που παραδίδει ο Ησύχιος, είναι αναλογικός με τον πληθ. υἱεῖς].

Greek Monotonic

υἱωνός: -οῦ, ὁ (υἱός), εγγονός, σε Όμηρ., Πλούτ.