ὑπερβεβλημένως: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
(43)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με [[μεγάλη]] [[υπερβολή]], [[πέρα]] από [[κάθε]] [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερβεβλημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ὑπερβάλλω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
|mltxt=ΜΑ<br /><b>επίρρ.</b> με [[μεγάλη]] [[υπερβολή]], [[πέρα]] από [[κάθε]] [[μέτρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπερβεβλημένος</i>, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ὑπερβάλλω]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. -<i>ως</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπερβεβλημένως:''' επίρρ. του [[ὑπερβάλλω]], πέρα από [[κάθε]] μέτρο, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερβεβλημένως Medium diacritics: ὑπερβεβλημένως Low diacritics: υπερβεβλημένως Capitals: ΥΠΕΡΒΕΒΛΗΜΕΝΩΣ
Transliteration A: hyperbeblēménōs Transliteration B: hyperbeblēmenōs Transliteration C: ypervevlimenos Beta Code: u(perbeblhme/nws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Pass. of ὑπερβάλλω,

   A beyond all measure, immoderately, Arist.EN1118a7.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερβεβλημένως: Ἐπίρρ. τοῦ ὑπερβάλλω, ὑπὲρ πᾶν μέτρον, ὑπερμέτρως, ὑπερβολικῶς, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 10, 4.

French (Bailly abrégé)

adv.
d’une manière excessive ou extraordinaire.
Étymologie: ὑπερβάλλω.

Greek Monolingual

ΜΑ
επίρρ. με μεγάλη υπερβολή, πέρα από κάθε μέτρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερβεβλημένος, μτχ. παθ. παρακμ. του ρ. ὑπερβάλλω + επιρρμ. κατάλ. -ως].

Greek Monotonic

ὑπερβεβλημένως: επίρρ. του ὑπερβάλλω, πέρα από κάθε μέτρο, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε Αριστ.