ὑπόσκιος: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(44)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπόσκιος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[σκιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[σκιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάτω]] από [[σκιά]] («ὑπόσκιοι περίπατοι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>σκιος</i>].
|mltxt=-α, -ο / [[ὑπόσκιος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[σκιερός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από [[σκιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που γίνεται [[κάτω]] από [[σκιά]] («ὑπόσκιοι περίπατοι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σκιος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σκιά]]), <b>πρβλ.</b> <i>σύ</i>-<i>σκιος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑπόσκιος:''' -ον ([[σκιά]]), αυτός που βρίσκεται υπό [[σκιά]], [[σκιερός]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 02:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπόσκῐος Medium diacritics: ὑπόσκιος Low diacritics: υπόσκιος Capitals: ΥΠΟΣΚΙΟΣ
Transliteration A: hypóskios Transliteration B: hyposkios Transliteration C: yposkios Beta Code: u(po/skios

English (LSJ)

ον, (σκιά)

   A overshadowed, shaded, ὑ. ἐν ψυκτηρίοις A.Fr. 146; νιφάδι . . ὑ. θήσει χθόνα ib.199.8; ὑ. στόματα, of suppliants, shaded by their olive-branches (ἱκετηρίαι), Id.Supp.656 (lyr.); opp. ὑπαίθριος, Thphr. CP1.17.3; ὑ. περίπατοι Plu.Alex.7.—In Alciphr. 1.39, leg. ὑπόσκιος (-οις codd.) . . δάφναις . . κατάκλισις.

German (Pape)

[Seite 1232] unter Schatten, beschattet, schattig; Aesch. Suppl. 653; χθόνα θήσει frg. 182.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπόσκιος: -ον, (σκιὰ) ὁ ὑπὸ σκιάν, σύσκιος, σκιερός, ὑπ. ἐν ψυκτηρίοις Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 145· νιφάδι... ὑπ. θήσει χθόνα αὐτόθι 196. 8· ὑπ. στόματα, ἐπὶ ἱκετῶν, ἐσκιασμένα μὲ τοὺς ἐξ ἐλαίας κλάδους των (ἱκετηρίαι), ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 658, πρβλ. 354· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπαίθριος, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 17, 3· ὑπ. περίπατοι Πλουτ. Ἀλέξ. 7· ― ἐν Ἐν Ἀλκίφρονι 1. 39, ἀναγνωστέον ὑπὶ συσκίοις.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ombreux.
Étymologie: ὑπό, σκιά.

Greek Monolingual

-α, -ο / ὑπόσκιος, -ον, ΝΜΑ
σκιερός
αρχ.
1. (για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται κάτω από σκιά
2. αυτός που γίνεται κάτω από σκιά («ὑπόσκιοι περίπατοι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + -σκιος (< σκιά), πρβλ. σύ-σκιος].

Greek Monotonic

ὑπόσκιος: -ον (σκιά), αυτός που βρίσκεται υπό σκιά, σκιερός, σε Πλούτ.