φιλεργία: Difference between revisions

From LSJ

Σὺν τοῖς φίλοισιν εὐτυχεῖν ἀεὶ θέλε → Bona sine amicis noli fortuna frui → Mit deinen Freunden wolle immer glücklich sein

Menander, Monostichoi, 488
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλεργός]]<br />[[αγάπη]] για [[εργασία]], [[φιλοπονία]].
|mltxt=η, ΝΜΑ [[φιλεργός]]<br />[[αγάπη]] για [[εργασία]], [[φιλοπονία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐλεργία:''' ἡ, [[αγάπη]] για δουλειά, [[εργατικότητα]], σε Ξεν., Δημ.
}}
}}

Revision as of 02:28, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλεργία Medium diacritics: φιλεργία Low diacritics: φιλεργία Capitals: ΦΙΛΕΡΓΙΑ
Transliteration A: philergía Transliteration B: philergia Transliteration C: filergia Beta Code: filergi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A industry, X.Oec.20.26, D.36.5, Arist. Rh. 1361a8, OGI669.33 (Egypt, i A. D.).

German (Pape)

[Seite 1276] ἡ, Arbeitsliebe, Liebe zur Arbeit, Emsigkeit bei der Arbeit; Xen. Oec. 20, 26; Dem. 36, 5; Plut. Rom. 15 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλεργία: ἡ, ἡ πρὸς τὴν ἐργασίαν ἀγάπη, φιλοπονία, Ξενοφ. Οἰκ. 20. 26, Δημ. 945. 25, Ἀριστ. Ρητ. 1. 5, 6.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
amour du travail.
Étymologie: φιλεργός.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ φιλεργός
αγάπη για εργασία, φιλοπονία.

Greek Monotonic

φῐλεργία: ἡ, αγάπη για δουλειά, εργατικότητα, σε Ξεν., Δημ.