χαλκότευκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἤκουσεν ἐν Ῥώμῃ καὶ ἀρσένων ἑταιρίαν εἶναι → he heard that there was also a fellowship of males in Rome (Severius, commentary on Romans 1:27)

Source
(46)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[χαλκεότευκτος]], -ον, Α<br />κατασκευασμένος από χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μελισσό</i>-<i>τευκτος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>].
|mltxt=και [[χαλκεότευκτος]], -ον, Α<br />κατασκευασμένος από χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τευκτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τευκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[τεύχω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μελισσό</i>-<i>τευκτος</i>, <i>χρυσό</i>-<i>τευκτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χαλκότευκτος:''' -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 02:32, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκότευκτος Medium diacritics: χαλκότευκτος Low diacritics: χαλκότευκτος Capitals: ΧΑΛΚΟΤΕΥΚΤΟΣ
Transliteration A: chalkóteuktos Transliteration B: chalkoteuktos Transliteration C: chalkotefktos Beta Code: xalko/teuktos

English (LSJ)

ον,

   A made of bronze, κλῇθρα E.IT99.

German (Pape)

[Seite 1332] aus Erz od. Kupfer gemacht, κλῇθρα Eur. I. T. 99.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fabriqué en airain.
Étymologie: χαλκός, τεύχω.

Greek Monolingual

και χαλκεότευκτος, -ον, Α
κατασκευασμένος από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -τευκτος (< τευκτός < τεύχω), πρβλ. μελισσό-τευκτος, χρυσό-τευκτος].

Greek Monotonic

χαλκότευκτος: -ον, αυτός που είναι φτιαγμένος από χαλκό, σε Ευρ.