χοραύλης: Difference between revisions
Μί' ἐστὶν ἀρετὴ τἄτοπον φεύγειν ἀεί → Numquam non fugere inepta , et hoc virtutis est → Die einzge Tugend: meiden, was abwegig ist
(46) |
(6) |
||
Line 10: | Line 10: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ὁ, Α<br />[[μουσικός]] που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, [[αυλητής]] («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῡθοι χοραῡλαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αύλης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὐλῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[αὐλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>αύλης</i>]. | |mltxt=ὁ, Α<br />[[μουσικός]] που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, [[αυλητής]] («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῡθοι χοραῡλαι», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χορός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>αύλης</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>αὐλῶ</i> <span style="color: red;"><</span> [[αὐλός]]), <b>πρβλ.</b> <i>καλαμ</i>-<i>αύλης</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''χοραύλης:''' -ου, ὁ ([[αὐλός]]), αυτός που συνοδεύει το χορό με αυλό, σε Ανθ., Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 02:36, 31 December 2018
German (Pape)
[Seite 1364] ὁ, Chorpfeifer, dah. – a) der den Chor mit der Flöte begleitet, zum Chortanz die Flöte bläs't, Strab. – b) der einen Chor für sich hält und sich mit ihm hören läßt, so wohl Lucill. 23 (XI, 11).
Greek (Liddell-Scott)
χοραύλης: -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς χοροῦ, ὁ συνοδεύων τὸν χορὸν διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λατ. choraules, Ἀνθ. Παλατ. 11. 11, Πλουτ. Ἀντών. 24, συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς, οἷον Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 1719 κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
joueur de flûte qui accompagne un chœur de danse.
Étymologie: χορός, αὐλός.
Greek Monolingual
ὁ, Α
μουσικός που συνοδεύει τον χορό με τον αυλό, αυλητής («Ἀναξήνορες δὲ κιθαρῳδοὶ καὶ Ξοῡθοι χοραῡλαι», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + -αύλης (< αὐλῶ < αὐλός), πρβλ. καλαμ-αύλης].
Greek Monotonic
χοραύλης: -ου, ὁ (αὐλός), αυτός που συνοδεύει το χορό με αυλό, σε Ανθ., Πλούτ.