φιληλιαστής: Difference between revisions

From LSJ

Θυμῷ χαρίζου μηδέν, ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Si mens est tibi, ne cedas iracundiae → Dem Zorn sei nicht zu Willen, bist du bei Verstand

Menander, Monostichoi, 245
(45)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να παρευρίσκεται σε δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[φιλόδικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡλιαστής]] «[[δικαστής]] του δικαστηρίου της Ηλιαίας»].
|mltxt=ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που του αρέσει να παρευρίσκεται σε δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας<br /><b>2.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[φιλόδικος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φιλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἡλιαστής]] «[[δικαστής]] του δικαστηρίου της Ηλιαίας»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''φῐληλῐαστής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που απολαμβάνει να βρίσκεται στις δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας, σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 02:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐληλῐαστής Medium diacritics: φιληλιαστής Low diacritics: φιληλιαστής Capitals: ΦΙΛΗΛΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: philēliastḗs Transliteration B: philēliastēs Transliteration C: fililiastis Beta Code: filhliasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A one who delights in the trials of the Heliaea, Ar.V.88.

German (Pape)

[Seite 1277] ὁ, der gern Richter, bes. in der Heliäa ist, Ar. Vesp. 88.

Greek (Liddell-Scott)

φῐληλιαστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἀγαπῶν νὰ παρευρίσκηται εἰς τὰς δίκας τοῦ δικαστηρίου τῆς Ἡλιαίας, φιλόδικος, Ἀριστοφ. Σφ. 88.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui aime à siéger comme héliaste.
Étymologie: φίλος, ἡλιαστής.
Ant. ἀπηλιαστής.

Greek Monolingual

ὁ, Α
1. αυτός που του αρέσει να παρευρίσκεται σε δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας
2. (κατ' επέκτ.) φιλόδικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ἡλιαστής «δικαστής του δικαστηρίου της Ηλιαίας»].

Greek Monotonic

φῐληλῐαστής: -οῦ, ὁ, αυτός που απολαμβάνει να βρίσκεται στις δίκες του δικαστηρίου της Ηλιαίας, σε Αριστοφ.