χλευαστής: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος διοικεῖ τὸν βροτῶν βίον μόνος → Mortalium res sola regit oratio → Der Menschen Leben ordnet Redekunst allein

Menander, Monostichoi, 314
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[χλευάζω]]<br />αυτός που χλευάζει, που περιγελά («[[οἷον]] χλευασταῑς καὶ κωμῷδοποιοῑς», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[χλευάζω]]<br />αυτός που χλευάζει, που περιγελά («[[οἷον]] χλευασταῑς καὶ κωμῷδοποιοῑς», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''χλευαστής:''' -οῦ, ὁ, [[χλευαστής]], αυτός που εμπαίζει, σε Αριστ.
}}
}}

Revision as of 02:40, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χλευαστής Medium diacritics: χλευαστής Low diacritics: χλευαστής Capitals: ΧΛΕΥΑΣΤΗΣ
Transliteration A: chleuastḗs Transliteration B: chleuastēs Transliteration C: chlevastis Beta Code: xleuasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A mocker, scoffer, Arist.Rh.1380a29, Procl.Par.Ptol.230, Poll.9.149, etc.: c. gen., M. Ant.6.47.

German (Pape)

[Seite 1358] ὁ, der Spötter, der einen Andern schnöde behandelt, Arist. rhet. 2, 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χλευαστής: -οῦ, ὁ, ὁ χλευάζων, ἐμπαίζων χλευαστικῶς, Ἀριστ. Ρημ. 2. 3, 9, Πρόκλ. Παράφρ. Πτολ. 230, Πολυδ. Θ΄, 149 κλπ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
railleur, moqueur.
Étymologie: χλευάζω.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ χλευάζω
αυτός που χλευάζει, που περιγελά («οἷον χλευασταῑς καὶ κωμῷδοποιοῑς», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

χλευαστής: -οῦ, ὁ, χλευαστής, αυτός που εμπαίζει, σε Αριστ.