ἐγκερτομέω: Difference between revisions
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
(4) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐγκερτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμπαίζω]], [[περιγελώ]], [[βρίζω]], <i>τινί</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''ἐγκερτομέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[εμπαίζω]], [[περιγελώ]], [[βρίζω]], <i>τινί</i>, σε Ευρ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐγκερτομέω:''' глумиться, издеваться (τινι Eur.). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A abuse, mock at, E.IA1006.
German (Pape)
[Seite 707] beschimpfen, schmähen, τινί, Eur. I. A. 1006.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκερτομέω: ἐμπαίζω, περιγελῶ, ὑβρίζω, τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 1006.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se railler de, τινι.
Étymologie: ἐν, κερτομέω.
Spanish (DGE)
burlarse ψευδῆ λέγων δὲ καὶ μάτην ἐγκερτομῶν, θάνοιμι E.IA 1006.
Greek Monotonic
ἐγκερτομέω: μέλ. -ήσω, εμπαίζω, περιγελώ, βρίζω, τινί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκερτομέω: глумиться, издеваться (τινι Eur.).