συνεξαμαρτάνω: Difference between revisions
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
(6) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνεξᾰμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, έχω [[μερίδιο]] ευθύνης σε κάποιο [[ατόπημα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, [[σφάλλω]] από κοινού με κάποιον, σε Δημ. κ.λπ. | |lsmtext='''συνεξᾰμαρτάνω:''' μέλ. <i>-αμαρτήσομαι</i>, έχω [[μερίδιο]] ευθύνης σε κάποιο [[ατόπημα]], σε Θουκ. κ.λπ.· <i>τινί</i>, [[σφάλλω]] από κοινού με κάποιον, σε Δημ. κ.λπ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνεξᾰμαρτάνω:''' <b class="num">1)</b> вместе заблуждаться, совершать те же ошибки Thuc.;<br /><b class="num">2)</b> вместе совершать грех, участвовать в преступлении, быть сообщником (τινί Isocr., Dem.): τοῖς ἀσεβήμασί τινος σ. Polyb. быть участником чьих-л. гнусных преступлений. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:12, 31 December 2018
English (LSJ)
A err along with, share in a fault, Th.3.43, Lys.3.12, etc.; τισι with them, Isoc.6.19, D.61.19, Chrysipp. Stoic.2.38, etc.; μετά τινος Antipho 5.76; σ. τοῖς Αἰτωλῶν ἀσεβήμασιν Plb.5.11.1.
Greek (Liddell-Scott)
συνεξᾰμαρτάνω: ἁμαρτάνω, σφάλλομαι ὁμοῦ μετά τινος, Θουκ. 3. 43, Λυσί. 97. 29, κτλ.· τινι, μετά τινος, Ἰσοκρ. 119Ε, Δημ., κλπ.· μετά τινος Ἀντιφῶν 138. 18· σ. τοῖς ἀσεβήμασί τινος Πολύβ. 5. 11, 1.
French (Bailly abrégé)
se tromper ou faillir avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἐξαμαρτάνω.
Greek Monolingual
Α ἐξαμαρτάνω
πέφτω σε πλάνη μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
Α ἐξαμαρτάνω
πέφτω σε πλάνη μαζί με άλλον.
Greek Monotonic
συνεξᾰμαρτάνω: μέλ. -αμαρτήσομαι, έχω μερίδιο ευθύνης σε κάποιο ατόπημα, σε Θουκ. κ.λπ.· τινί, σφάλλω από κοινού με κάποιον, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
συνεξᾰμαρτάνω: 1) вместе заблуждаться, совершать те же ошибки Thuc.;
2) вместе совершать грех, участвовать в преступлении, быть сообщником (τινί Isocr., Dem.): τοῖς ἀσεβήμασί τινος σ. Polyb. быть участником чьих-л. гнусных преступлений.