μοιμυάω: Difference between revisions

From LSJ
(6_14)
(3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μοιμυάω''': μοιμύλλω, ἴδε [[μυάω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοιμυᾶν· τὸ τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα προσάγειν». - «μοιμύλλειν θηλάζειν. ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις».
|lstext='''μοιμυάω''': μοιμύλλω, ἴδε [[μυάω]]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοιμυᾶν· τὸ τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα προσάγειν». - «μοιμύλλειν θηλάζειν. ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις».
}}
{{elru
|elrutext='''μοιμυάω:''' Arph. v. l. = [[μυάω]].
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μοιμυάω Medium diacritics: μοιμυάω Low diacritics: μοιμυάω Capitals: ΜΟΙΜΥΑΩ
Transliteration A: moimyáō Transliteration B: moimyaō Transliteration C: moimyao Beta Code: moimua/w

English (LSJ)

   A compress the lips or make grimaces in sign of displeasure, Hsch., Phot., v.l. for μοιμυλλᾶν in Poll.2.90; hence restored for τί μοι μυᾶτε; in Ar.Lys.126.

German (Pape)

[Seite 197] s. μυάω, u. μοιμύλλω, s. μύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

μοιμυάω: μοιμύλλω, ἴδε μυάω. - Καθ’ Ἡσύχ.: «μοιμυᾶν· τὸ τὰ χείλη πρὸς ἄλληλα προσάγειν». - «μοιμύλλειν θηλάζειν. ἐσθίειν. καὶ τὰ χείλη προσάπτειν ἀλλήλοις».

Russian (Dvoretsky)

μοιμυάω: Arph. v. l. = μυάω.