νυκτέρευμα: Difference between revisions
From LSJ
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(27) |
(3b) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και νυκτέρεμα, το (ΑΜ [[νυκτέρευμα]]) [[νυκτερεύω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αγρυπνία]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυχτέρι]], [[ξενύχτι]], [[διανυκτέρευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό [[κατάλυμα]] ζώων. | |mltxt=και νυκτέρεμα, το (ΑΜ [[νυκτέρευμα]]) [[νυκτερεύω]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[αγρυπνία]] καθ' όλη τη [[διάρκεια]] της νύχτας, [[νυχτέρι]], [[ξενύχτι]], [[διανυκτέρευση]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[τόπος]] νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό [[κατάλυμα]] ζώων. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''νυκτέρευμα:''' ατος τό место ночлега (для скота), ночные закуты Polyb. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ατος, τό,
A night-quarters, Plb.12.4.9.
Greek (Liddell-Scott)
νυκτέρευμα: τό, νυκτερινὸν κατάλυμα, Πολύβ. 12. 4, 9.
Greek Monolingual
και νυκτέρεμα, το (ΑΜ νυκτέρευμα) νυκτερεύω
νεοελλ.-μσν.
αγρυπνία καθ' όλη τη διάρκεια της νύχτας, νυχτέρι, ξενύχτι, διανυκτέρευση
αρχ.
τόπος νυχτερινού σταβλισμού ζώων, νυχτερινό κατάλυμα ζώων.
Russian (Dvoretsky)
νυκτέρευμα: ατος τό место ночлега (для скота), ночные закуты Polyb.