πεπιθεῖν: Difference between revisions

From LSJ

Ὁπόσον τῷ ποδὶ περρέχει τᾶς γᾶς, τοῦτο χάρις → Every inch of his stature is grace

Theocritus, Idylls, 30.3
(5)
(3b)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πεπῐθεῖν:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πείθω]]· πεπίθοιμεν, -οῖεν, ευκτ. αʹ και γʹ πληθ.· [[πεπίθωμεν]], υποτ. αʹ πληθ.
|lsmtext='''πεπῐθεῖν:''' Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του [[πείθω]]· πεπίθοιμεν, -οῖεν, ευκτ. αʹ και γʹ πληθ.· [[πεπίθωμεν]], υποτ. αʹ πληθ.
}}
{{elru
|elrutext='''πεπιθεῖν:''' inf. aor. 2 к [[πείθω]].
}}
}}

Revision as of 06:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεπῐθεῖν Medium diacritics: πεπιθεῖν Low diacritics: πεπιθείν Capitals: ΠΕΠΙΘΕΙΝ
Transliteration A: pepitheîn Transliteration B: pepithein Transliteration C: pepithein Beta Code: pepiqei=n

English (LSJ)

πεπι-θοῦσα, πεπί-θοιμεν, πεπί-θοιεν, πεπι-θήσω, πέπι-θμεν,

   A v. πείθω.

German (Pape)

[Seite 560] aor. II. zu πείθω.

Greek (Liddell-Scott)

πεπῐθεῖν: -θοῦσα, -θοιμεν, -θοιεν, -θήσω, -θμεν, ἴδε ἐν λ. πείθω.

French (Bailly abrégé)

inf. ao.2 épq. de πείθω.

English (Autenrieth)

see πείθω.

Greek Monotonic

πεπῐθεῖν: Επικ. αναδιπλ. αορ. βʹ του πείθω· πεπίθοιμεν, -οῖεν, ευκτ. αʹ και γʹ πληθ.· πεπίθωμεν, υποτ. αʹ πληθ.

Russian (Dvoretsky)

πεπιθεῖν: inf. aor. 2 к πείθω.