πεντεκαίδεκα: Difference between revisions
ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖν → whatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters
(31) |
(3b) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[πεδεκαίδεκα]]<br /><b>άκλ.</b><br /><b>1.</b> (ως απόλ. αριθμτ.) [[ποσό]] που αποτελείται από μια [[δεκάδα]] και [[πέντε]] μονάδες<br /><b>2.</b> (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ [[πεντεκαίδεκα]]<br />(ενν. <i>ἄνδρες</i>) [[δεκαπέντε]] ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. [[πέντε]] καί [[δέκα]]. | |mltxt=και [[πεδεκαίδεκα]]<br /><b>άκλ.</b><br /><b>1.</b> (ως απόλ. αριθμτ.) [[ποσό]] που αποτελείται από μια [[δεκάδα]] και [[πέντε]] μονάδες<br /><b>2.</b> (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) <i>οἱ [[πεντεκαίδεκα]]<br />(ενν. <i>ἄνδρες</i>) [[δεκαπέντε]] ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> φρ. [[πέντε]] καί [[δέκα]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεντεκαίδεκα:''' οἱ, αἱ, τά indecl. пятнадцать Her. etc. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:32, 31 December 2018
English (LSJ)
οἱ, αἱ, τά, indecl.,
A fifteen, Simon. 125, Th.3.94, Pl.R. 540a, etc. ; οἱ π. ἄνδρες, quindecimviri sacris faciundis, D.C.53.1, cf. 42.51 ; ἱερεῖς οἱ π. καλούμενοι Id.44.15.
German (Pape)
[Seite 557] funfzehn; Her. 1, 203; Plat. Rep. VII, 540 a u. sonst.
Greek (Liddell-Scott)
πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἄκλιτον, δέκα καὶ πέντε, κοινῶς δεκαπέντε, Σιμωνίδ. 154, Ἡρόδ. 1. 153. κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
quinze.
Étymologie: πέντε, καί, δέκα.
Greek Monolingual
και πεδεκαίδεκα
άκλ.
1. (ως απόλ. αριθμτ.) ποσό που αποτελείται από μια δεκάδα και πέντε μονάδες
2. (με αρθρ. αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πεντεκαίδεκα
(ενν. ἄνδρες) δεκαπέντε ιερείς επικεφαλής τών ναών και φύλακες τών χρησμών της Σίβυλλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρ. πέντε καί δέκα.
Russian (Dvoretsky)
πεντεκαίδεκα: οἱ, αἱ, τά indecl. пятнадцать Her. etc.